μονόκοκκος

μονόκοκκος
μονόκοκκος, -ον (Α)
1. (για μαργαριτάρι) μεγάλο
2. (για κρεμμύδι) αυτό που αποτελείται από έναν μόνο κόκκο, έναν λοβό ή πυρήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κόκκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • minegoci — MINEGÓCI s. v. urcior. Trimis de siveco, 26.10.2008. Sursa: Sinonime  minegóci s.n. – Urcior, tumoare a pleoapei. – var. negoci. Origine necunoscută. Nici der. din neg (Tiktin), nici cea de la un gr. *μυνιϰόϰϰιον, în loc de μονόϰοϰϰος (Diculescu …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”